- ἀνεπίλυτος
- ἀνεπίλυτοςunbandagedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεπίλυτος — η, ο (Α ἀνεπίλυτος, ον) αυτός που δεν λύθηκε ή δεν έχει λύση αρχ. (πληγή) που έχει ακόμη τον επίδεσμο … Dictionary of Greek
ανεπίλυτος — η, ο αυτός που δεν έχει λυθεί ή δεν επιδέχεται λύση: Η διαφορά τους είναι ακόμη ανεπίλυτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπίλυτον — ἀνεπίλυτος unbandaged masc/fem acc sg ἀνεπίλυτος unbandaged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση … Dictionary of Greek